περιεργασία

περιεργασία
περιεργ-ᾰσία, ,
A = περιεργία 1.1, Longin.3.4 : pl., Aristid. Rh.2p.535S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιεργασία — ἡ, ΜΑ [περιεργάζομαι] 1. μάταιη, ανώφελη περιέργεια 2. απασχόληση με ανώφελα και ασήμαντα πράγματα μσν. 1. ενασχόληση με τη μαγεία 2. μέριμνα, θλίψη …   Dictionary of Greek

  • περιεργασίας — περιεργασίᾱς , περιεργασία fem acc pl περιεργασίᾱς , περιεργασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργασίαι — περιεργασίᾱͅ , περιεργασία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργασίαις — περιεργασία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”